ανταπαιτητής

ανταπαιτητής
ο
εκείνος που εγείρει ανταπαίτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαιτώ. Η λ. στον πληθ. (ανταπαιτηταί, οι) μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… …   Dictionary of Greek

  • Αμύντας — I Όνομα βασιλιάδων και αξιωματούχων της Μακεδονίας. 1. Α. Α’. Βασιλιάς της Μακεδονίας (δεύτερο μισό 6ου αι. π.Χ.), γιος του Αλκέτα. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον τύραννο των Αθηνών Πεισίστρατο, ο οποίος χάρη στη βοήθεια του Α. κατόρθωσε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”